οστεάγρα

οστεάγρα
η
ιατρ. τύπος χειρουργικής λαβίδας για τη σύλληψη και συγκράτηση οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -άγρα (πρβλ. πυρ-άγρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οστάγρα — η (Α ὀστάγρα) η οστεάγρα αρχ. 1. λαβίδα χρήσιμη για την εξαγωγή συντριμμάτων οστού 2. οστεοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. μυ άγρα, πυρ άγρα)] …   Dictionary of Greek

  • οστεουλκός — ο (Α ὀστεουλκός) λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”